ἐνθύμησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐνθύμησις θηλυκό

  • στοχασμός, σκέψη, θεώρηση, κρίση, εκτίμηση