ἐνοικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐνοικέω
- κατοικώ
- είμαι παρών (π.χ. σε συνέλευση)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα ἐνοικίζω