ἐνοικέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνοικέω < ἐν και οἰκέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐνοικέω

  1. κατοικώ
  2. είμαι παρών (π.χ. σε συνέλευση)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]