ἐντέλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εντέλλομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐντέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος ἐντέλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐντέλλομαι

  1. (μέσο) διατάζω, προστάζω, παραγγέλλω[1]
  2. (παθητικό) διατάζομαι, προστάζομαι[1]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας. 

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἐντέλλομαι