ἐντελέχεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εντελέχεια, ἐνδελέχεια, ενδελέχεια

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐντελέχεια < ἐν + τέλος + ἔχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐντελέχεια θηλυκό