ἐντεροχορδοπλύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐντεροχορδοπλύτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐντεροχορδοπλύτης αρσενικό

  1. που πλένει εντόσθια ζώων
  2. (μεταφορικά, μειωτικό, σκωπτικό) ανίκανος
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 255 (254-255) @anemi.lib.uoc.gr
    φάγε, καλὲ γραμματικὲ, γραμματικὲ νοτάρη,
    γραμματικὲ φιλόσοφε, ἐντεροχορδοπλύτα.
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]