ἐντροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐντροπή < ἐντρέπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐντροπή θηλυκό
- η στροφή προς κάποιον
- (μεταφορικά) η μεταβολή, η αλλαγή των φρονημάτων