ἐνόντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐνόντα: κλιτικός τύπος και ουσιαστικοποιημένο. Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό, όπως τὰ ἐνόντα ἀγαθά (Θουκυδίδης, 4.20)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐνόντα ουδέτερο
- όλα τα πιθανά, τα υπάρχοντα, όσα είναι διαθέσιμα
- (περιληπτικό) το περιεχόμενο, όπως το φορτίο πλοίου, το περιεχόμενο καλαθιού
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἐνόντα
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἐνών
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ἐνόν) του ἐνών
Πηγές
[επεξεργασία]- ενόντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἔνειμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.