ἐξάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξάγω < ἐκ + ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐξάγω

  1. οδηγώ προς τα έξω
  2. (λέγεται για πρόσωπα) φέρνω ή βγάζω έξω από ένα μέρος
  3. (λέγεται για πρόσωπα) φέρνω στον κόσμο
  4. (λέγεται για πρόσωπα) οδηγώ κάποιον προς εκτέλεση, θανάτωση
  5. οδεύω, βηματίζω, προχωρώ σε πορεία
  6. εξέρχομαι, βγαίνω έξω
  7. διώχνω κάποιον από ιδιοκτησία για την οποία εγείρει αξιώσεις
  8. (λέγεται για εμπορεύματα) εξάγω
  9. τραβώ, αντλώ νερό
  10. (λέγεται για οικοδομή) τραβώ προς τα έξω, επεκτείνω
  11. διεγείρω, προκαλώ
  12. δείχνω το δρόμο, οδηγώ, παρασύρω, συναρπάζω
  13. (και με αρνητική σημασία) παρακινώ, θέτω σε πειρασμό, προκαλώ, δελεάζω
  14. (στον παθητικό τύπο) παρακινούμαι να κάνω κάτι