ἐξάντλησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξάντλησῐς αἱ ἐξαντλήσεις
      γενική τῆς ἐξαντλήσεως τῶν ἐξαντλήσεων
      δοτική τῇ ἐξαντλήσει ταῖς ἐξαντλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐξάντλησῐν τὰς ἐξαντλήσεις
     κλητική ! ἐξάντλησῐ ἐξαντλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξαντλήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐξαντλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξάντλησις < αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἐξ- ἀντλέω < ἄντλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐξάντλησις θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) εκκένωση, άδειασμα, καταιονισμός
  2. (ελληνιστική κοινή) έκπλυση, πλύσιμο, λούσιμο
    ※  Προσεκτέον τοίνυν ἀκριβέστερον τοῖς λουτροῖς, ἵνα μήτε συνεχῶς λούηται τὸ βρέφος μήτε ἐπὶ πολὺ καθέψηται διὰ τῆς ἐξαντλήσεως, ὅπερ αἱ πλεῖσται πράττουσιν γυναῖκες· τρὶς γὰρ αὐτὸ λούουσι δι’ ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ μέχρι τῆς ἐκλύσεως καταντλοῦσιν ἡδόμεναι τῷ μετὰ τὸ λουτρὸν αὐτὸ κεκοπωμένον ἡσυχάζειν τε καὶ κοιμᾶσθαι. (Σορανός ο Εφέσιος, Περὶ γυναικείων, 2, 30, 1)

Πηγές[επεξεργασία]