Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐξαγοράζω

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξαγοράζω < λείπει η ετυμολογία

ἐξαγοράζω

  1. αποκτώ την πλήρη κυριότητα κάποιου πράγματος με την αγορά του
  2. απελευθερώνω με την καταβολή λύτρων