ἐξαγοράζω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐξαγοράζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ἐξαγοράζω
- αποκτώ την πλήρη κυριότητα κάποιου πράγματος με την αγορά του
- απελευθερώνω με την καταβολή λύτρων