ἐξαγοράρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξαγοράρης < ξαγορευτής και ἐξηγορευτής + -άρης < μεσαιωνική ελληνική ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐξαγοράρης ( & ξαγοράρης, ξαγορευτής)
- άλλη μορφή της λέξης ξαγοράρης (εξομολογητής)
→ δείτε τη λέξη ξαγοράρης