ἐξακολουθέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξακολουθέω < ἐξ + αρχαία ελληνική ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ < ἀκόλουθος < ἀ- + κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξακολουθέω
- (ελληνιστική κοινή) ακολουθώ (από κοντά ή από πίσω)
- (ελληνιστική κοινή) πετυχαίνω, καταφέρνω
- (ελληνιστική κοινή) ακολουθώ, προκύπτω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐξακολουθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)