ἐξαμαρτάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξαμαρτάνω < ἐξ- + ἁμαρτάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐξαμαρτάνω

  1. αποτυγχάνω
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, Book 4 Chapter 32 (4.32)@scaife.perseus
    εἰ δὲ ἐν τοιούτῳ καιρῷ προσοίσεις, ἅπαντα τὰ μέγιστα ἐξαμαρτήσεις· τὸ γὰρ νόσημα αὐξήσεις οὐ μικρῶς.
  2. χάνω το στόχο μου
  3. προδίδω (με την έννοια της αποτυχίας εκπλήρωσης υποχρέωσης), παραβαίνω
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Νικομάχου, 22
    εἰδὼς δὲ ὅτι ἡ βουλὴ ἡ ‹ἀεὶ› βουλεύουσα, ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν, οὐδὲν ἐξαμαρτάνει, ὅταν δὲ εἰς ἀπορίαν καταστῇ, ἀναγκάζεται εἰσαγγελίας δέχεσθαι καὶ δημεύειν τὰ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ῥητόρων τοῖς ‹τὰ› πονηρότατα λέγουσι πείθεσθαι.
    Γνώριζε επίσης ότι η βουλή που ασκεί εκάστοτε την εξουσία, όταν έχει αρκετά χρήματα για τη διοίκηση, δεν αυθαιρετεί, ενώ όταν βρίσκεται σε απόγνωση, αναγκάζεται να αποδέχεται καταγγελίες και να δημεύει τις περιουσίες των πολιτών και να πείθεται στους ρήτορες που κάνουν τις πιο ελεεινές προτάσεις.
    Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
  4. διαπράττω μεγάλο σφάλμα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 340d
    ὁ ἰατρὸς ἐξήμαρτεν καὶ ὁ λογιστὴς ἐξήμαρτεν
    ο γιατρός απατήθηκε, ο λογιστής έκαμε λάθος
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 60
    ἐπειδὴ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἐξήμαρτεν, εἰς τοσαύτην κατέστη μεταβολὴν ὥστ᾽ ἐπὶ τοῖς παισὶ τοῖς ἐκείνου γενόμενος ἐπονειδίστως τὸν βίον ἐτελεύτησεν.
    όταν έκανε το λάθος να τα βάλει μαζί μας, τόσο ανάποδα του ήρθαν τα πράγματα, ώστε έπεσε στα χέρια των απογόνων του θύματός του και τελείωσε ντροπιασμένος τη ζωή του.
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  5. (για αρρώστια) δεν θεραπεύομαι πλήρως
  6. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις
  7. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να αμαρτήσει
  8. (στην παθητική φωνή) εκτελούμαι εσφαλμένα, δεν διαχειρίζομαι σωστά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 4 @scaife.perseus
    ἔστι δὲ ὥσπερ ἀνθρώπῳ, οὕτω καὶ ἵππῳ ἀρχόμενα πάντα εὐιατότερα ἢ ἐπειδὰν ἐνσκιρωθῇ τε καὶ ἐξαμαρτηθῇ τὰ νοσήματα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]