ἐξεζητημένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξεζητημένως < ἐξεζητημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐκζητέω
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἐξεζητημένως
- ((ελληνιστική κοινή)) με εξεζητημένο τρόπο