Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐξενοδοχίσθην

Από Βικιλεξικό

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἐξενοδοχίσθην

  • πρώτο πρόσωπο ενικού παθητικού αορίστου του ρήματος gkm