ἐξηγορευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξηγορευτής < μεσαιωνική ελληνική ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐξηγορευτής ( & ξαγορευτής)
- άλλη μορφή της λέξης ξαγορευτής (εξομολογητής)
→ δείτε τη λέξη ξαγορευτής