ἐξηθέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξηθέω < ἐξ- + ἠθέω (διυλίζω, στραγγίζω, κοσκινίζω)

ἐξηθέω/ ἐξηθῶ

  • διηθώ, διυλίζω, φιλτράρω
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ χρόαν, 38.5 @scaife.perseus
    Διὰ τί οἱ μὲν ἱδρώσαντες ἐκ τῶν γυμνασίων εὔχροοί εἰσιν εὐθύς, οἱ δὲ ἀθληταὶ ἄχροοι; ἢ διότι ὑπὸ μὲν τοῦ μετρίου πόνου τὸ θερμὸν ἐκκάεται καὶ ἐπιπολάζει, ὑπὸ δὲ τῶν πολλῶν ἐξηθεῖται μετὰ τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ πνεύματος, ἀραιουμένου τοῦ σώματος ἐν τῷ πονεῖν;