ἐξοδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξοδιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ἐξοδιασμένος, -η, -ο
- κηδευμένοι, που τους έχει γίνει εξόδιο
- ※ σαβανωμένοι καὶ καλὰ ψαλμένοι, ἐξοδιασμένοι
- Εμμανουήλ Λιμενίτης (Γεωργηλάς) (τέλος 15ου αιώνα) Το θανατικόν της Ρόδου, 603[1]
- ※ σαβανωμένοι καὶ καλὰ ψαλμένοι, ἐξοδιασμένοι
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Γεωργηλάς στις Πηγές Του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας