ἐπίκλην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίκλην < ἐπικαλέω < καλέω/καλῶ

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἐπίκλην

  1. όπως λέγεται, με την ονομασία/επωνυμία
  2. ονομαστικά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ἐπίκλην