ἐπίρρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επίρρημα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίρρημα < ἐπί + ῥῆμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπίρρημα ουδέτερο

  1. αυτό που λέγεται μαζί ή μετά από κάτι άλλο
  2. (κατ’ επέκταση) το σχόλιο