ἐπαβλεπτῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπαβλεπτῶ < ἐπι- + ἀβλεπτῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπαβλεπτῶ
  1. συνεχίζω να μη βλέπω, συνεχίζω να παραμελώ

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  1. ἐποπτεύω