ἐπαναλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπαναλαμβάνω < ἐπί + ἀνά + λαμβάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπαναλαμβάνω

  1. κάνω ή λέω κάτι που είπε ή έκανε κάποιος άλλος
  2. αναθεωρώ, διορθώνω