ἐπενεργῶν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπενεργῶν ἐπενεργοῦσα τὸ ἐπενεργοῦν
      γενική τοῦ ἐπενεργοῦντος τῆς ἐπενεργούσης τοῦ ἐπενεργοῦντος
      δοτική τῷ ἐπενεργοῦντι τῇ ἐπενεργούσ τῷ ἐπενεργοῦντι
    αιτιατική τὸν ἐπενεργοῦντα τὴν ἐπενεργοῦσαν τὸ ἐπενεργοῦν
     κλητική ! ἐπενεργῶν ἐπενεργοῦσα ἐπενεργοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπενεργοῦντες αἱ ἐπενεργοῦσαι τὰ ἐπενεργοῦντα
      γενική τῶν ἐπενεργούντων τῶν ἐπενεργουσῶν τῶν ἐπενεργούντων
      δοτική τοῖς ἐπενεργοῦσι(ν) ταῖς ἐπενεργούσαις τοῖς ἐπενεργοῦσι(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐπενεργοῦντας τὰς ἐπενεργούσας τὰ ἐπενεργοῦντα
     κλητική ! ἐπενεργοῦντες ἐπενεργοῦσαι ἐπενεργοῦντα
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐπενεργῶν, -οῦσα, -οῦν (καθαρεύουσα)