ἐπενεργῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ἐπενεργῶν, -οῦσα, -οῦν (καθαρεύουσα)
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπενεργῶ
- ※ [καθαρεύουσα] Ἡ δὲ τοιαύτη τῶν ἄλλων περιφρόνησις, ἐπενεργοῦσα εἰς τὴν ἰδικήν μου περὶ ἐμαυτοῦ ἐκτίμησιν, δὲν ὑπεβοήθη βεβαίως τὴν ἀνάπτυξιν ἡρωικῶν διαθέσεων.