ἐπηρεάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επηρεάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπηρεάζω < ἐπήρεια

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπηρεάζω

  1. απειλώ, φοβερίζω
  2. μιλάω περιφρονητικά
  3. παρενοχλώ με θράσος