ἐπηρεάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπηρεάζω < ἐπήρεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐπηρεάζω
- απειλώ, φοβερίζω
- μιλάω περιφρονητικά
- παρενοχλώ με θράσος
Δείτε επίσης : επηρεάζω |
ἐπηρεάζω