ἐπιβιώσας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιβιώσας

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιβιώσᾱς ἐπιβιώσᾱσ τὸ ἐπιβιῶσᾰν
      γενική τοῦ ἐπιβιώσᾰντος τῆς ἐπιβιωσᾱ́σης τοῦ ἐπιβιώσᾰντος
      δοτική τῷ ἐπιβιώσᾰντ τῇ ἐπιβιωσᾱ́σ τῷ ἐπιβιώσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἐπιβιώσᾰντ τὴν ἐπιβιώσᾱσᾰν τὸ ἐπιβιῶσᾰν
     κλητική ! ἐπιβιώσᾱς ἐπιβιώσᾱσ ἐπιβιῶσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιβιώσᾰντες αἱ ἐπιβιώσᾱσαι τὰ ἐπιβιώσᾰντ
      γενική τῶν ἐπιβιωσᾰ́ντων τῶν ἐπιβιωσᾱσῶν τῶν ἐπιβιωσᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἐπιβιώσᾱσῐ(ν) ταῖς ἐπιβιωσᾱ́σαις τοῖς ἐπιβιώσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐπιβιώσᾰντᾰς τὰς ἐπιβιωσᾱ́σᾱς τὰ ἐπιβιώσᾰντ
     κλητική ! ἐπιβιώσᾰντες ἐπιβιώσᾱσαι ἐπιβιώσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιβιώσᾰντε τὼ ἐπιβιωσᾱ́σ τὼ ἐπιβιώσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιβιώσᾰ́ντοιν τοῖν ἐπιβιωσᾱ́σαιν τοῖν ἐπιβιωσᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐπιβιώσας, -ασα, -αν