ἐπιδέξιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιδέξιος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιδέξιος < ἐπί + δεξιός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπιδέξιος -ος -ον

  1. που έχει φορά από αριστερά προς τα δεξιά
  2. επιδέξιος, ικανός, έξυπνος