ἐπιθετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιθετικός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιθετικός ἐπιθετική τὸ ἐπιθετικόν
      γενική τοῦ ἐπιθετικοῦ τῆς ἐπιθετικῆς τοῦ ἐπιθετικοῦ
      δοτική τῷ ἐπιθετικ τῇ ἐπιθετικ τῷ ἐπιθετικ
    αιτιατική τὸν ἐπιθετικόν τὴν ἐπιθετικήν τὸ ἐπιθετικόν
     κλητική ! ἐπιθετικέ ἐπιθετική ἐπιθετικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιθετικοί αἱ ἐπιθετικαί τὰ ἐπιθετικᾰ́
      γενική τῶν ἐπιθετικῶν τῶν ἐπιθετικῶν τῶν ἐπιθετικῶν
      δοτική τοῖς ἐπιθετικοῖς ταῖς ἐπιθετικαῖς τοῖς ἐπιθετικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπιθετικούς τὰς ἐπιθετικᾱ́ς τὰ ἐπιθετικᾰ́
     κλητική ! ἐπιθετικοί ἐπιθετικαί ἐπιθετικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιθετικώ τὼ ἐπιθετικᾱ́ τὼ ἐπιθετικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιθετικοῖν τοῖν ἐπιθετικαῖν τοῖν ἐπιθετικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιθετικός < ἐπιτίθημι, θέμα ἐπι-θε- + -τικός [1] → δείτε και τις λέξεις τίθημι και θετός.
Μορφολογικά αναλύεται σε ἐπι- + -θετικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπιθετικός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ἐπιθετικώτατος

  1. που είναι έτοιμος να επιτεθεί
  2. γενναίος, τολμηρός
  3. (ελληνιστική σημασία, γραμματική) που αναφέρεται στο επίθετο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «επίθεση», «θέτω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]