ἐπιμηθεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἐπιμηθεύς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιμηθεύς < (αρχαία ελληνική Ἐπιμηθεύς, ἐπιμηθής ) ἐπί + (αρχαία ελληνική) μῆδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπιμηθεύς αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἐπιμηθεύς)