ἐπιμωμητός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιμωμητός ἐπιμωμητή τὸ ἐπιμωμητόν
      γενική τοῦ ἐπιμωμητοῦ τῆς ἐπιμωμητῆς τοῦ ἐπιμωμητοῦ
      δοτική τῷ ἐπιμωμητ τῇ ἐπιμωμητ τῷ ἐπιμωμητ
    αιτιατική τὸν ἐπιμωμητόν τὴν ἐπιμωμητήν τὸ ἐπιμωμητόν
     κλητική ! ἐπιμωμητέ ἐπιμωμητή ἐπιμωμητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιμωμητοί αἱ ἐπιμωμηταί τὰ ἐπιμωμητᾰ́
      γενική τῶν ἐπιμωμητῶν τῶν ἐπιμωμητῶν τῶν ἐπιμωμητῶν
      δοτική τοῖς ἐπιμωμητοῖς ταῖς ἐπιμωμηταῖς τοῖς ἐπιμωμητοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπιμωμητούς τὰς ἐπιμωμητᾱ́ς τὰ ἐπιμωμητᾰ́
     κλητική ! ἐπιμωμητοί ἐπιμωμηταί ἐπιμωμητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιμωμητώ τὼ ἐπιμωμητᾱ́ τὼ ἐπιμωμητώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιμωμητοῖν τοῖν ἐπιμωμηταῖν τοῖν ἐπιμωμητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιμωμητός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπιμωμητός, -ή, -όν

  • αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 13 (11-13)
    Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ᾽ ἐπὶ γαῖαν | εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας, | ἡ δ᾽ ἐπιμωμητή·
    Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη | είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε, | μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]