ἐπιπλοκή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιπλοκή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπλοκή αἱ ἐπιπλοκαί
      γενική τῆς ἐπιπλοκῆς τῶν ἐπιπλοκῶν
      δοτική τῇ ἐπιπλοκ ταῖς ἐπιπλοκαῖς
    αιτιατική τὴν ἐπιπλοκήν τὰς ἐπιπλοκᾱ́ς
     κλητική ! ἐπιπλοκή ἐπιπλοκαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιπλοκᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιπλοκαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιπλοκή < αρχαία ελληνική ἐπιπλέκω < ἐπι- + πλέκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπιπλοκή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κυριολεκτικά) πλέξιμο
  2. (κατ’ επέκταση) σύνδεση, σύνδεσμος
  3. (μεταφορικά) μπέρδεμα, σύγχυση
  4. (ιατρική) επιπλοκή
  5. (γραμματική) παρεμβολή (γράμματος)
  6. (μετρική, ρυθμική) διαπλοκή
  7. κράμα

Πηγές[επεξεργασία]