ἐπιπολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπολή αἱ ἐπιπολαί
      γενική τῆς ἐπιπολῆς τῶν ἐπιπολῶν
      δοτική τῇ ἐπιπολ ταῖς ἐπιπολαῖς
    αιτιατική τὴν ἐπιπολήν τὰς ἐπιπολᾱ́ς
     κλητική ! ἐπιπολή ἐπιπολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιπολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιπολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιπολή < ἐπι- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   πέλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπιπολή θηλυκό

  1. επιφάνεια
  2. (η γενική πτώση επιρρηματικά) ἐπιπολῆς:
    1. επιφανειακά, στο άνω μέρος
      ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 96.2
      ἐξήρτηται γὰρ τὸ ἄλλο χωρίον, καὶ μέχρι τῆς πόλεως ἐπικλινές τ' ἐστὶ καὶ ἐπιφανὲς πᾶν ἔσω: καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαί.
    2. σαφώς, φανερά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • και στην καθαρεύουσα ἐπιπολή
    ※  ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς -κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον- νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άνθος του γιαλού)
  • χρήση στa νέα ελληνικά: όρος της ιατρικής) στην επιφάνεια του δέρματος
    τραύμα επιπολής - στρώματα επιπολής του δέρματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

(νέα ελληνική)

Πηγές[επεξεργασία]