ἐπισκέπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπισκέπτομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐπισκέπτομαι
- παρατηρώ και εξετάζω αναλυτικά και προσεκτικά