ἐπισκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπισκευή < ἐπισκευάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐπισκευή θηλυκό

  1. η επισκευή
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επισκευή