ἐπισταμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπισταμένως < ἐπιστάμεν(ος) + -ως < ἐπίσταμαι
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἐπισταμένως
- με επιδεξιότητα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα: ἐπισταμένως: με ιδιαίτερη προσοχή, νέα ελληνικά: επισταμένως
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐπισταμένως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.