ἐπιστύλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιστύλιον < ἐπί + στῦλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπιστύλιον ουδέτερο

  1. ράφι
  2. το επιστύλιο