ἐποικοδομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐποικοδομή αἱ ἐποικοδομαί
      γενική τῆς ἐποικοδομῆς τῶν ἐποικοδομῶν
      δοτική τῇ ἐποικοδομ ταῖς ἐποικοδομαῖς
    αιτιατική τὴν ἐποικοδομήν τὰς ἐποικοδομᾱ́ς
     κλητική ! ἐποικοδομή ἐποικοδομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐποικοδομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐποικοδομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐποικοδομή < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω < οἶκος + δομέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐποικοδομή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]