- ἐπί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁epi. Συγγενές με το (σανσκριτικά) अपि (ápi)
- ΔΦΑ : /e.pí/
ἐπί (& ἔπι[1] & ἐπ'[2] & ἐφ'[3])
- + γενική
- για τοπική δήλωση
- πάνω σε, κοντά σε, πλησίον
- ενώπιον
- προς κάπου, με κατεύθυνση
- για χρονική δήλωση
- κατά τη χρονική περίοδο, στις μέρες
- αναφορά
- διανομή
- τρόπο
- κατάσταση
- επιστασία
- εξάρτηση
- + δοτική
- για τοπική δήλωση
- πάνω σε, κοντά σε, πλησίον
- ενώπιον
- τοπική ακολουθία
- για χρονική δήλωση
- χρονική διάρκεια, περίσταση
- χρονική ακολουθία
- για δήλωση αναγκαστικού αιτίου
- εξαιτίας
- υπό τον όρο, συμφωνία
- σκοπό
- προσθήκη
- τρόπο
- αναφορά, σχέση
- εναντίον
- χάρη
- επιστασία
- εξάρτηση
- τιμή
- + αιτιατική
- για τοπική δήλωση
- πάνω σε, κοντά σε, μπροστά από, μέχρι
- διεύθυνση, τέρμα κίνησης
- τοπική έκταση
- για χρονική δήλωση
- χρονική διάρκεια, μέχρι, έως
- για δήλωση τελικού αιτίου
- για κάτι, με σκοπό
- για δήλωση αναφοράς ή συμφωνίας
- ως προς, σύμφωνα με
- ποσό
- μέτρο
- τρόπο
- εναντίον
- ↑ με αναστροφή τόνου, όταν συνήθως τίθεται μετά το πτωτικό που συνοδεύει
- ↑ όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν με ψιλή
- ↑ όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν με δασεία