ἐργάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐργάζομαι | |
Παρατατικός | ἠργαζόμην ή εἰργαζόμην | |
Μέλλοντας | ἐργάσομαι ή ἐργασθήσομαι | |
Αόριστος | ἠργασάμην ή εἰργασάμην και εἰργάσθην | |
Παρακείμενος | εἴργασμαι | |
Υπερσυντέλικος | εἰργάσμην και εἰργασμένος ἦν | |
Συντελ.Μέλλ. | εἰργασμένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐργάζομαι < ϝεργ- (πβ. γερμανικό werk) + -άζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]ἐργάζομαι
- αποθετικό ενεργητικής διάθεσης, εργάζομαι, κάνω, παράγω αποτέλεσμα
- με δύο αιτιατικές: κάνω κάτι σε κάποιον
- με μία αιτιατική: δουλεύω ένα υλικό, ένα αντικείμενο
- παθητικό: κατασκευάζομαι, οικοδομούμαι, επιτελούμαι (π.χ. άθλος)
- ἔργαστο τὸ τεῖχος/ ἐκ πέτρας εἰργασμένος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἐργάτης και θηλ. ἐργάτις
- ἐργάνη
- ἐργατικός
- ἐργασία
- ἐργαστήρ
- ἐργαλεῖον
- ἐργάσιμος
- εργασιακός
- ἐργασείω
- εὐκατέργαστος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἐργάζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐργάζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)