ἐρυθροειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ερυθροειδής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐρυθροειδής τὸ ἐρυθροειδές οἱ, αἱ ἐρυθροειδεῖς τὰ ἐρυθροειδ
Γενική τοῦ, τῆς ἐρυθροειδοῦς τοῦ ἐρυθροειδοῦς τῶν ἐρυθροειδῶν τῶν ἐρυθροειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐρυθροειδεῖ τῷ ἐρυθροειδεῖ τοῖς, ταῖς ἐρυθροειδέσι(ν) τοῖς ἐρυθροειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐρυθροειδ τὸ ἐρυθροειδές τοὺς, τὰς ἐρυθροειδεῖς τὰ ἐρυθροειδ
Κλητική ἐρυθροειδές ἐρυθροειδές ἐρυθροειδεῖς ἐρυθροειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐρυθροειδεῖ
Γενική-Δοτική ἐρυθροειδοῖν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρυθροειδής < ἐρυθρ(ός) + -ο- + -ειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐρυθροειδής, -ής, -ές

  • που έχει ερυθρή όψη

Συγγενικά[επεξεργασία]