ἐρωτιδεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐρωτιδεύς οἱ ἐρωτιδεῖς
      γενική τοῦ ἐρωτιδέως τῶν ἐρωτιδέων
      δοτική τῷ ἐρωτιδεῖ τοῖς ἐρωτιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐρωτιδέ τοὺς ἐρωτιδέᾱς
     κλητική ! ἐρωτιδεῦ ἐρωτιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐρωτιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἐρωτιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρωτιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔρω(τος) + -ιδεύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐρωτιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]