ἐτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑτός, ἔτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἐτός

  • (πάντα με άρνηση) μάταια, χωρίς λόγο

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]