ἐφημερεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐφημερεύω < ἐφημέριος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐφημερεύω

  1. έχω σκοπιά κατά τη διάρκεια της ημέρας
  2. είναι η ώρα που εργάζομαι στο ναό (για τους ιερείς και τους καθαριστές/καθαρίστριες που επιμελούντο τα του ναού με ωραριο)

Συγγενικά[επεξεργασία]