Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Εναλλαγή
Αρχαία ελληνικά
(grc)
υποενότητας
1.1
Μετοχή
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ἐωνημένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά
(grc)
[
επεξεργασία
]
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἐωνημέν
ος
ἡ
ἐωνημέν
η
τὸ
ἐωνημέν
ον
γενική
τοῦ
ἐωνημέν
ου
τῆς
ἐωνημέν
ης
τοῦ
ἐωνημέν
ου
δοτική
τῷ
ἐωνημέν
ῳ
τῇ
ἐωνημέν
ῃ
τῷ
ἐωνημέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἐωνημέν
ον
τὴν
ἐωνημέν
ην
τὸ
ἐωνημέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἐωνημέν
ε
ἐωνημέν
η
ἐωνημέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἐωνημέν
οι
αἱ
ἐωνημέν
αι
τὰ
ἐωνημέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἐωνημέν
ων
τῶν
ἐωνημέν
ων
τῶν
ἐωνημέν
ων
δοτική
τοῖς
ἐωνημέν
οις
ταῖς
ἐωνημέν
αις
τοῖς
ἐωνημέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἐωνημέν
ους
τὰς
ἐωνημέν
ᾱς
τὰ
ἐωνημέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἐωνημέν
οι
ἐωνημέν
αι
ἐωνημέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἐωνημέν
ω
τὼ
ἐωνημέν
ᾱ
τὼ
ἐωνημέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἐωνημέν
οιν
τοῖν
ἐωνημέν
αιν
τοῖν
ἐωνημέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
ἐωνημένος
μ -η, -ον
μετοχή παρακειμένου του ρήματος
ὠνέομαι
-
ὠνοῦμαι
Κατηγορίες
:
Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
Αρχαία ελληνικά
Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
ἐωνημένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος