ἑανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑανός < ἕννυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἑανός

  • κατάλληλος να φορεθεί, καλοφόρετος, λεπτός, λεπτοϋφασμένος