ἑκάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑκάς < ἕ + -κάς < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *swé
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἑκάς, ἑκαστέρω και ἑκαστοτέρω, ἑκαστάτω
- μόνος του, χωρισμένος, μακριά από
- ἑκάς οι βέβηλοι
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἑκηβόλος αυτός που ρίπτει μακριά, «εκηβόλα όπλα» σε αντιπαραβολή με τα «ἀγχέμαχα» όπλα.
- ἑκάεργος αυτός που ενεργεί από μακριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ἑκάς