ἔαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Χρειάζεται επέκταση: 2 ετυμολογίες και σημασίες: άνοιξη - αίμα. --sarri.greek (συζήτηση) 18:53, 23 Μαΐου 2019 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ ἔαρ
ἦρ
      γενική τοῦ ἔαρος
ἦρος
      δοτική τῷ ἔαρ
ἦρι
    αιτιατική τὸ ἔαρ
ἦρ
     κλητική ! ἔαρ
ἦρ
Και με συνηρημένους τύπους το ἦρ.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἔαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔαρ < πρωτοελληνική } *Fέσαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uesr

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἔᾰρ ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]