ἔθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἔθω
Κλίση
[επεξεργασία]Το ρήμα απαντά στον ενεστώτα με τη μορφή της μετοχής ἔθων καθώς και στον παρακείμενο εἴωθα, υπερσυντέλικο εἰώθειν.