ἔκπτυξις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἔκπτυξῐς | αἱ | ἐκπτύξεις | ||||
γενική | τῆς | ἐκπτύξεως | τῶν | ἐκπτύξεων | ||||
δοτική | τῇ | ἐκπτύξει | ταῖς | ἐκπτύξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἔκπτυξῐν | τὰς | ἐκπτύξεις | ||||
κλητική ὦ! | ἔκπτυξῐ | ἐκπτύξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκπτύξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκπτυξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἔκπτυξις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άνοιγμα, άπλωμα
- ↪ ἔκπτυξις τῶν σκελῶν (άνοιγμα των ποδιών)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἔκπτυξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἔκ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ξις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)