Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἔμπορος

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔμπορος < ἐν πόρῳ[1] ἐν πορείᾳ (που ταξιδεύει στη θάλασσα) ἔμ-, πόρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἔμπορος αρσενικό

  1. επιβάτης πλοίου
  2. (κατ’ επέκταση) ταξιδιώτης
  3. (επάγγελμα) εισαγωγέας χονδρέμπορος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.