ἔναυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἔναυλος
- σε αυλή, προαυλισμένος
- (μεταφορικά) με αυλό, με μουσική, που ηχούν στα αυτιά, συνεπώς εύκολα να τα θυμηθεί κανείς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- στάβλος, μαντρί
- καταφύγιο - κατοικία
- χείμαρρος
Πηγές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ἔναυλος
|