ἔναυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔναυλος < εν- + αυλή / εν- + αυλός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἔναυλος

  1. σε αυλή, προαυλισμένος
  2. (μεταφορικά) με αυλό, με μουσική, που ηχούν στα αυτιά, συνεπώς εύκολα να τα θυμηθεί κανείς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. στάβλος, μαντρί
  2. καταφύγιο - κατοικία
  3. χείμαρρος

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]